ἀπαλλάσσει

ἀπαλλάσσει
ἀπαλλάσσω
set free
pres ind mp 2nd sg
ἀπαλλάσσω
set free
pres ind act 3rd sg
ἀπαλλάσσω
set free
pres ind mp 2nd sg
ἀπαλλάσσω
set free
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αθωωτικός — ή, ό [αθωωτής] αυτός που αθωώνει κάποιον, που τόν απαλλάσσει από την κατηγορία (π. χ. «αθωωτικό ή απαλλακτικό βούλευμα») …   Dictionary of Greek

  • αναλύτης — Απλή συσκευή (γυάλινο κάτοπτρο, πλάκες διπλοθλαστικών σωμάτων, πολωτική επίστρωση κλπ.) με την οποία μπορεί να εξακριβωθεί αν μια ακτίνα φωτός είναι φυσική ή πολωμένη και να βρεθεί η διεύθυνση πόλωσης, γιατί επιτρέπει τη διέλευση μόνο της… …   Dictionary of Greek

  • ανθελμινθικός — ή, ό (κ. ανθελμιντικός), ή, ό (για φάρμακα) αυτός που απαλλάσσει τον οργανισμό από παρασιτικούς σκώληκες (έλμινθες) …   Dictionary of Greek

  • αποστείρωση — Διαδικασία που απαλλάσσει ένα άτομο ή ένα αντικείμενο από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Η α. χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία, την ιατρική, τη φαρμακευτική και στις βιομηχανίες τροφίμων για την καταστροφή των μικροοργανισμών. Με την α …   Dictionary of Greek

  • διασώστης — ο (θηλ. διασώστρια, η) (Μ διασώστης, ο θηλ. διασώστρια, η) αυτός που διασώζει, απαλλάσσει κάποιον από όλεθρο …   Dictionary of Greek

  • ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • εύπνους — ουν (ΑΜ εὔπνους, ουν, Α και ἐϋπνοος, οον) 1. αυτός που αναπνέει καλά, φυσιολογικά αρχ. 1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα 2. (για οικήματα, δέντρα ή τόπους) αυτός που αερίζεται άφθονα, που είναι εκτεθειμένος στον αέρα 3. (για τον αέρα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”